- περσεφόνιον
- περσεφόνιον, τό,A = ῥάμνος, Ps.-Dsc.1.90; but [full] Φερσεφόνιον, τό, = περιστερεών 11, Id.4.60.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περσεφόνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσεφόνιον — τὸ, Α [Περσεφόνη] 1. το φυτό ράμνος 2. το φυτό περιστερεών … Dictionary of Greek